ἄχαστος (ΙΙ)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄχαστος (ΙΙ)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄχαστος ἐπίθ. (ΙΙ) Πελοπν. (Πύλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χαστὸς<χάνω (ΙΙ).

Σημασιολογία

Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἀπολεσθῇ, ἐπὶ ποιμνίων τὰ ὁποῖα δίδονται πρὸς φύλαξιν καὶ κάρπωσιν ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ ἐπιστραφοῦν εἰς τὸν ἰδιοκτήτην χωρὶς νὰ μειωθῇ ὁ ἀριθμός των: Ἔδωσα τὰ πρόβατα ἄψοφα κιˬ ἄχαστα. Συνών. σιδεροκέφαλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/