ἀρκάνθρωπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκάνθρωπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρκάνθρωπος ὁ, Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄρκος καὶ ἄνθρωπος.
Σημασιολογία
Ἄρκτος (λαλῶν ὡς ἄνθρωπος ὡς καὶ λυκάνθρωπος=λύκος λαλῶν ὁμοίως): Ἆσμ. Καὶ σίτ κλαίει, σίτ πάγει, σίτ ἀπαντᾷ τὸν ἄρκον, -᾿ς σὸν Θό σ᾽,’ς σὸν Θό σ᾿, ἀρκάνθρωπε, πουδὲν πρόβατα ᾿κ’εἶδες; -’Σ σὸν Θό’ μ’ κιˬ ἂν ἐκατόρκ’σες με, τὴν ἀλήθν θὰ λέγω, ίλ ἔφαγα τὴν πιρνήν, μύρ τὸ μεσημέριν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA