ἀνάπλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάπλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀνάπλι τό, (Ι) Κίμωλ. Νάξ. (Ἐγκαρ. Κορων Σκαδ. Φιλότ.) Σεριφ Σίκιν. Σιφν.-Λεξ. Πρω.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀνάπλιον. Πβ. Χωνιατ. Α 381,22 (ἔκδ. Βόννης) «ἐντυλίξαντες μετὰ ἀναπλίωνι Πβ. καὶ Μ᾿Αμαριώτ. ἐν Βyzant. Zeitschr. 34 (1934) 311 καὶ 316.

Σημασιολογία

Μάλλινον κλινοσκέπασμα ὑφαντὸν ἔνθ᾽ ἀν. : Ἐμεῖς παπλώματα δὲ dραυούμενε, μονάχα ἀνάπλια Ἐγκαρ. Ἤφηκε ἀδίπλωτο τ᾿ ἀνάπλι Φιλότ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/