ἀρκετὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρκετὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Έπίρρημα

Τυπολογία

ἀρκετὰ ἐπίρρ. κοιν. ἀρκιτὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀρτικὰ Μαριούπ. ἀρτσετὰ πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀρκετός.

Σημασιολογία

᾿Αρκούντως, ἐπαρκῶς ἔνθ’ ἀν.: Σώνει πεˬά, ἀρκετὰ μοῦ μίλησες. Ἀρκετὰ ἔπαιξες, ἔλα τώρᾳ νὰ διˬαβάσῃς τὰ μαθήματά σου. Ἐγέλασα ἀρκετά. Ἀρκετὰ καλὸς-μεγάλος– νόστιμος-πλούσιος κττ. Ἀρκετὰ καλὰ κοιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/