βρακοπόδαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρακοπόδαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρακοπόδαρο τό, ΝΠολίτ. Παροιμ. 4,595 - Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 329 Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βρακὶ καὶ ποδάρι.

Σημασιολογία

Τὸ σκέλος τῆς περισκελίδος. Συνών. βρακοποδαριˬά, βρακοπόδι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/