γεροδένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροδένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεροδένω πολλαχ. Μετοχ. γεροδεμένος σύνηθ. γιρουδιμένους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γερὰ καὶ τοῦ ρ. δένω.

Σημασιολογία

1) Δένω τι ἰσχυρῶς, ἀσφαλίζω πολλαχ.: Γεροδένω τὴ βάρκα ᾽ς τὴ δέστρα. Γεροδένω τοὺς τοίχους μὲ τήν ξυλοδεσιὰ ἐνιαχ. Τὸ γερόδεσα τὸ μουλάρι ᾽ς τὴν αὐλὴ Πελοπν. (Βερεστ.) Γεροδέσαμε τὴ μπαρούμα, νὰ μὴ μᾶς φύγῃ ἡ βάρκα (μπαρούμα εἶδος σχοινίου, πεισμάτιον) Λεξ. Δημητρ. Μετοχ. γεροδεμένος α) Ἐπὶ πραγμάτων, ὁ στερεῶς δεδεμένος, συνηρμοσμένος σύνηθ.: Γεροδεμένος κόμπος, γεροδεμένο σπίτι. β) Μεταφ. ἐπὶ προσώπ., ὁ ἔχων ἰσχυρῶς συγκεκροτημένον σῶμα, ρωμαλέος, εὐσταλὴς σύνηθ.: Γεροδεμένος ἄντρας σένηθ. Ὀ Γιάννης εἶναι ψηλὸς τσαὶ γεμᾶτος, γεροδεμένος Χίος. Αὐτὴ εἴναι παρουσιαστικὸ γεροδεμένο (παρουσιαστικὸ σῶμα) Ἐρεικ. 2) Μεταφ. ἐπὶ ὑποθέσεων, ὀργανώνω ἐπί ασφαλῶν βάσεων σύνηθ.: Νὰ dὴ γεροδέσῃς τὴ δουλε͜ιὰ σου, νὰ μὴ βρεθῇς εἰς τὸ αὔριο (τὴ δουλε͜ιά σου τὰς ὑποθέσεις σου, αὔριο = εἱς τὸ προσεχὲς μέλλον) Πελοπν. (Γαργαλ.) Πρέπει νὰ γεροδέςῃς τὴ συμφωνία, νὰ μὴ σὲ γελάσῃ (ὁ τάδε) Ἀθῆν. Καὶ μετοχ., ὁ καλῶς ὠργανωμένος : Γεροδεμένη συμφωνία Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/