ἀρκευθίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρκευθίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρκευθίδα ἡ, ἀκρευθίδα ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,222 φίδα Ἀμοργ. Θήρ. Ἰκαρ. Νάξ. Πάρ. Σῦρ. Φολέγ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀρκευθίς. Τὸ ἀρκευθίδα κατά παρετυμ. πρὸς τὸ ἄκρος, τὸ δὲ φίδα κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ φίδι. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἔνθ’ ἀν.

Σημασιολογία

Ἄρκευθος, ὅ ἰδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/