ἀρκεύομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκεύομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρκεύομαι Κέρκ.
Ετυμολογία
Μεταπεπλασμένος τύπος τοῦ ἀρκοῦμαι.
Σημασιολογία
Ἀρκοῦμαι, εὐχαριστοῦμαι: Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀρκεύεται σὲ τίποτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA