ἀναπλῳρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπλῳρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναπλῳρίζω Ανδρ.Μεγιστ.Νάξ. Παρ κ. ἀ.-Λεξ. Κομ. Πρω. Δημητρ. ἀναπλουρίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) κ. ἀ. ἀνεπλῳρίζω Θήρ. Θρᾴκ. Ἴων. (Κρήν.) Κύθν. Σῦρ. ἀνεbλῳρίζω Θήρ. ’ναπλῳρίτζω Συμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. πλῳρίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Στρέφω τὴν πρῷραν τοῦ πλοίου πρὸς τὴν διεύθυνσιν τοῦ ἀνέμου ἕνθ’ ἀν.: Ὁ καπετάνιος ἀνεπλῲρισε τὸ καΐκι Κύθν. ¨Η σημ. καὶ παρὰ Σομ. Καὶ ἀμτβ. στρέφομαι πρὸς τὴν διεύθυνσιν τοῦ ἀνέμου, ἐπὶ πλοίου Θήρ. Μεγιστ Νάξ. Παρ κ. ἀ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ.: ᾿Αναπλῲρισε τὸ καράβι Ἄνδρ. ᾿Από τὸ ρέμαν δὲν ἀναπλῳρίζει τὸ καράβι Μεγιστ β) Κατευθύνω τὸ πλοῖον πρός τι σημεῖον Σῦρ.: Ἐδετσεῖ ν᾿ ἀνεπλῳρίστε. 2) Ἀνυψῶ τὴν πρῷραν, ἐπὶ πλοίου Ἴων. (Κρήν.): Τὸ καράβι ἀνεπλῳρίζει. Β) Μεταφ. 1) ᾿Αποκτῶ περιουσίαν, ἀναλαμβάνω οἰκονομικῶς, προοδεύω Θρᾴκ. Ἴων. (Κρήν.): Δουλεύγομε μέρα νύχτα καὶ δὲ μποροῦμε ν᾿ ἀναπλῳρίσωμε Κρήν. Συνών. ἀναλαβαίνω 3, ἀναπιˬάνω , προσκάνω, πιˬάνομαι (ἰδ. πιˬάνω). 2) Ἀναλαμβάνω σωματικὰς δυνάμεις, ἀναρρωννύω Θρᾴκ. : Ὁ ἄρρωστος δὲ μπορεῖ ν᾿ ἀνεπλῳρίσῃ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναπιˬάνω 12.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA