ἀρκοβασίλεις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκοβασίλεις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρκοβασίλεις ὁ, ἀμάρτ. ἀρκοβασίλτς Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄρκος καὶ τοῦ κυρίου ὀν. Βασίλεις.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἄρκτος κατὰ κωμικὴν ὀνομασίαν (εἰς τὴν γένεσιν τῆς λ. ὑπόκειται μῦθος, καθ’ ὃν ἡ ἄρκτος εἶναι μεταμεμορφωμένη ἀπὸ ἄνθρωπον ὀνομαζόμενον Βασίλειον. ᾿Ιδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λαογρ. 16 <1917> 14). 2) Ἄνθρωπος ἀγροῖκος καὶ βάναυσος. Συνών. ἀρκουδόβλαχος, ἀρκουδογιˬαννάκις, ἀρκουδογιˬάννης 1, ἀρκουδοκουραδόβλαχος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA