ἀρκόβατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκόβατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρκόβατος ὁ, Κύθηρ. Λέσβ. Νάξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λεῦκτρ.) Χίος ἀρκόβατε Τσακων. ἀκρέβατος Κρήτ. ἀgρέβατος Κρήτ. ἀρκόβατο τό, Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄρκος καὶ βάτος. ᾽Ιδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν᾽Αθηνᾷ 26 (1914) Λεξικογρ. Ἀρχ. 64.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὲ κυρτὰς καὶ σκληρὰς ἀκάνθας βάτος. 2) Ὁ κοινὸς βάτος. 3) Ὁ θάμνος σμῖλαξ ἡ τραχεῖα (smilax aspera) τῆς τάξεως τῶν λειριωδῶν (liliaceae). Συνών. ἀβρωνιˬὰ 2, ἀγριόκισσος, ἀρκουδόβατος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA