ἀρκοκόπανο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκοκόπανο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρκοκόπανο τό, ἀρκοκόπαλον Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἄρκος καὶ κοπάνι, παρ’ ὃ καὶ κοπάλιν.
Σημασιολογία
Ξυλίνη συσκευὴ τῶν μελισσώνων λειτουργοῦσα διὰ ρέοντος ὕδατος, εἰς τὴν ὁποίαν κόπανος κατὰ κανονικὰ διαστήματα κτυπᾷ εἰς κοῖλον κορμὸν δένδρου ἢ τύμπανον καὶ παράγει ἰσχυρὸν κρότον, ὁ ὁποῖος πτοεῖ τὰς ἄρκτους καὶ δὲν τὰς ἀφήνει νὰ πλησιάζουν εἰς τὰς κυψέλας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA