ἀναπλῴρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπλῴρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναπλῴρισμα τό, Λεξ. Δημητρ. ᾽ναπλᾠρισμα Συμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναπλῳρίζω.
Σημασιολογία
Ἡ στροφὴ τῆς πρῴρας τοῦ πλοίου πρὸς τὴν διεύθυνσιν τοῦ ἀνέμου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA