ἀρκομουντάρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρκομουντάρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρκομουντάρα ἡ, ἀμάρτ. ἀρκομουdάρα Νάξ. (Φιλότ.) ἀρκουμουdάρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρκος καὶ τοῦ οὐσ. *μουντάρα, ὃ σχετιστέον πρὸς τὸ μουντάρω=ὁρμῶ, ἐπιτίθεμαι.

Σημασιολογία

Ἡ ἐπὶ κεφαλῆς πήδησις καὶ ἀναστροφὴ τοῦ σώματος, κυβίστησις: ᾿Εγλίστρησα κ᾿ ἤπηρα μιˬὰν ἀρκουμουdάρα Ἀπύρανθ. Πὸσες ἀρκομουdάρες ἔχω παρμένες τὴ νύχτα! Φιλότ. || Ποῦ νὰ σοῦ ᾽ρθῃ τὸ γλυκὺ καὶ νὰ παίρνῃς ἀρκουμουdάρες! (ἀρά. γλυκὺ=ἐπιληψία) Ἀπύρανθ. Συνών. τούμπα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/