ἀναπνέω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπνέω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναπνέω κοιν.ἀναπνέου βόρ. ἰδιώμ. ἀναπνάω Θρᾴκ. (Περίστασ.) ἀναπνάου Θεσσ (Ζαγορ.) ἀνεπνέω Κίμωλ.Α.Κρήτ.Χίος (Καρδάμ.) κ. ἀ. ἀνεπνάω Θρᾴκ. (Μυριόφ.) ἀναπνῶ Χίος ἀναπίνου Ἴμβρ. ἀναπλέω ΑΠαπαδιαμ. Φόνισσ. 39 ’ναπνεˬῶ Συμ. ᾿νεπνέω Κίμωλ. ᾽νεπνῶ Κῶς Ρόδ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀναπνέω. Τὸ ἀναπίνου ἐκ συμφύρ. πρὸς τὸ πίνω. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,502. Τὸ ἀναπνῶ καὶ. παρὰ Γερμ.

Σημασιολογία

1) Εἰσπνέω καὶ ἐκπνέω διὰ τῶν πνευμόνων ἀέρα κοιν.: ᾿Αναπνέω μὲ δυσκολία. Ἔχω πλάκωσι ᾽ς τὸ στῆθος καὶ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀναπνεύσω ἐλεύθερα. ǁ Φρ. ᾿Αναπνέει ἀκόμη (ἐπὶ τοῦ πνέοντος τὰ λοίσθια) κοιν. Ὅ,τι ποῦ ᾿νέπνεε (μόλις ἤρχισε νὰ ἀναπνέῃ, μόλις ἐγεννήθη) Κιμωλ. Ὅσο κιˬ ἀνεπνάει (μόλις ἀναπνέει) Μυριοφ. Τρώει κ᾿ ’ὲν ᾿ναπνεῖ (ἐπὶ τοῦ λαιμάργως τρώγοντος) Σύμ. Καὶ ἐπὶ λύχνου συνεκδ. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Περίστασ.): Φρ. Τὸ καντήλι-ὁ λύχνος ἀναπνάει ἀκόμη (εὑρίσκεται περὶ τὸ τέλος, τρεμωσβήνει) Περιστασ. Διὰ τὴν χρῆσιν πβ. τὸ ἀρχ. ἀναπνέω=καίω. Θεοφρ Ἱστορ. φυτ 5,9,6 «πυρεῖα… ἐκ κιττοῦ τάχιστα… καὶ πλεῖστον ἀναπνεῖ». β) Εἰσπνέω κοιν.: Ἀναπνέω καθαρὸν ἀέρα. ᾿Αναπνέω τὴ βρόμα. ǁΠοιημ. Τὴν τρομασμένη κεφαλὴ ψηλώνει καὶ βαρεˬὰ νεκρολίβανο ἀναπνέει ΔΣολωμ. 131. γ) ᾿Αναπνέω μέ δυσκολίαν, ἔχω δύσπνοιαν Ροδ. Ἐνέπναν ποῦ τὴν ηὕραμε. 2) ᾿Ανακουφίζομαι κοιν.: Ἄφησέ με ν᾽ ἀναπνεύσω λίγο κοιν. β) Μεταφ. ἀνακουφίζομαι οἰκονομικῶς ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ἀν. : «Παρεκάλει μέσα της τὸν Χριστὸν νὰ δώσῃ λᾳδάκι γιὰ ν᾿ ἀνακάλει μέσα της τὸν Χριστὸν νὰ δώσῃ λᾳδάκι γιὰ ν᾿ ἀναπλέψ’ ἡ φτώχεια. ἀπὸ δύο ἐτῶν τῷ ὄντι δὲν εἶχαν καρπίσει οἱ ἐλαιές». Διὰ τὴν σημ. πβ. Ὁμ. Ο 235 «ὥς κε… ἀναπνεύσωσι πόνοιο» καὶ Σοφοκλ Αἴ. 274 «ἀνέπνευσε τῆς νόσου».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/