βράσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βράσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βράσι ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) βράι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. βράσ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βρά’ Μακεδ. (Χαλκιδ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βράσις.
Σημασιολογία
1) Βράσις, βρασμός, ἐπὶ ὑγρῶν ἐν γένει κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Πῆρε βράσι τὸ φαεῖ (ἤρχισε νὰ βράζῃ ἢ ἔβρασε). || Φρ. Εἶναι ’ς τὴ βράσι του (εἰς τὴν ἀκμὴν τῆς νεότητος, ὅτε βράζει τὸ αἷμα) κοιν. Συνών. βρασιˬά, βρασίλα Α1, βράσιμο Α1, βρασίος, βράσμα 1, βρασμός Α1. 2) Πυράκτωσις ἰσχυρὰ μέχρι βαθμοῦ, ἀπόπου δύναται νὰ ἀρχίζῃ ἡ τῆξις, ἐπὶ μετάλλων σύνηθ.: Παροιμ. φρ. ’Σ τὴ βράσι κολλάει τὸ σίδερο (ὅτι ἕκαστον πρᾶγμα ἐπιτυγχάνεται, ὅταν γίνεται εἰς τὴν κατάλληλον στιγμήν). 3) Ἰσχυρὸς καύσων πολλαχ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 334 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «κι ὡσὰ σιμώσου ’ς τὴ φωτιὰ τσοὶ καίει ἐκείν’ ἡ βράσι» καὶ Γ 203 «ἄλλος τὴ βράσι ρέγεται, ἄλλος κρυγιὸν ἀέρα». Συνών. βρασίλα Α2. Πβ. κουφόβρασι. 4) Πυρετός, θέρμη κ.ἀ. Κύπρ. 5) Ζύμωσις, ἐπὶ ποτῶν οἰνοπνευματωδῶν σύνηθ.: Ἡ βράσι τοῦ κρασιˬοῦ - τοῦ μούστου κττ. σύνηθ.: Ἡ βράσι τῶν σταφυλιˬῶν (δηλ. τοῦ γλεύκους) Ἄθ. Πῆρε βρά’ τοὺ πατ’τήρ’ (ἤρχισεν ἡ ζύμωσις τοῦ γλεύκους εἰς τὸ πατητήρι) Χαλκιδ. Δίνει βράι τὸ τσίπουρο Καλάβρυτ. 6) Ἀσθένειά τις τῶν ζῴων ἐκδηλουμένη ὡς δύσπνοια καὶ ὑπέρμετρος ἐξόγκωσις τῆς κοιλίας (καθ’ ἣν γεννᾶται ἡ ἐντύπωσις ὅτι βράζουν οἱ πνεύμονες) Κεφαλλ. 7) Μεταφ. τὸ ὀξύτατον σημεῖον ἐποχῆς ἢ καταστάσεως, ἀκμὴ σύνηθ.: Ἀπάνω ᾿ς τὴ βράσι τοῦ καλοκαιριˬοῦ - τοῦ θέρους - τοῦ χειμῶνα - τοῦ τουφεκιˬοῦ (τῆς μάχης) κττ. σύνηθ. || ᾎσμ. Πόσο γλυκὺς ὁ θάνατος ’ς τὴ βράσι τοῦ πολέμου! (εἰς τὴν στιγμὴν τῆς παραφόρου ἐπιθετικῆς ὁρμῆς) ἀγν. τόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA