ἀναπογλείφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπογλείφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναπογλείφω, ἀναπουγλείφου Στερελλ. (Φθιῶτ)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. ἀπογλείφω.
Σημασιολογία
Λείχω τι: Μαύρη ᾿γιλαδίτσα γέ’σι… τοὺ εἶδαν τ’ ἄλλα τὰ ᾿γιλάδιˬα κὶ τοὺ βάσκαναν… διˬάβ’κι οὗ Χριστὸς… κί τοὺ σταύρουσι μὶ τοὺ ραβδί τ᾿ κί σ᾿κώθ᾽κι ἡ μάννα τ᾿ κί τ᾽ ἀναπόγλειψι κὶ τοὺ μουσκαράκ' σ᾽κώθκι κι᾿ βύζαξι (ἐξ ἐπῳδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA