βράσιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βράσιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βράσιμο τό βράσιμον Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) βράσιμο κοιν. βράιμο Καππ. (Ἀραβάν.) κ.ἀ. βράσ’μου βόρ. ἰδιώμ. βρά’μου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βράζω.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Βράσις κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.): Φρ. Βράσιμον τοῦ ἥλιˬου (ἡ θερμοτέρα ὥρα τῆς ἡμέρας) πολλαχ. 2) Ρόγχος τῶν πνευμόνων ἕνεκα κρυολογήματος πολλαχ.: ’Σ τὰ στήθη μου ἀκούετ’ ἕνα βράσιμο Λεξ. Δημητρ. || Φρ. Ἔχω βράσιμο (εἶμαι κρυωμένος) πολλαχ. Β) Μεταφ. 1) Ζέσις τῆς καρδίας, προθυμία Πόντ. (Κερασ.): Τὸ βράσιμον τῆ καρδίας ἀτ’ κἀνεὶς ἄλλος ’κ’ ἔει (δὲν ἔχει). 2) Θυμός, ὀργὴ Πόντ. (Κερασ.) Πβ. βράσι, βρασιˬά, βρασίλα, βρασίος, βράσμα, βρασμός, βράστη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA