γεροθεὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροθεὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροθεὸς ὁ, Κρήτ. Πελοπν. (Ἦλ.) – Γ. Βλαχογιάνν., Γῦρου ἀνέμ., 41
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. θεός.
Σημασιολογία
1) Ὁ θεὸς εἰς γηραιάν οἱονεὶ ἡλικίαν, ὡς ὁ λαὸς φαντάζεται, βοηθούσης καὶ τῆς εἰκονογραφίας, τὸν δημιουργόν, τὸν θεὸν Πελοπν. (Ἦλ.) – Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ᾽ ἀν.: Μιὰ ἡμέρα ποὺ καθόταν ὁ γεροθεὸς κάτω ἀπό ᾽ναν ἥσκιˬο Ἦλ. Ὁ γεροδιˬάβολος πῆγε μιὰ μέρα κ᾽ηὗρε τὸ γεροθεό καταπιασμένο μὲ σοβαρὴ δουλειˬὰ Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ὁ διάβολος Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA