γεροκασίμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροκασίμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροκασίμι τὸ, ἀμάρτ. γιρακασίμ᾽ Στερελλ. (Τριχων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. κασίμι. Ὁ τύπ. γιρακασίμ᾽ κατὰ προληπτικήν ἀφομοίωσιν.

Σημασιολογία

Ζῷον καταβεβλημένον ἐκ γήρατος ἢ ἐξ ἀσθενείας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/