βρασμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρασμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βρασμὸς ὁ, Ἀθῆν. Πελοπν. (Δημητσάν. Μάν.) Πόντ. (Κερασ.) Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Γ’Επαχτίτ. ἐν Προπυλ. 1,238 - Λεξ. Βλαστ. 361.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βρασμός.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ζέσις, βράσις Πόντ. (Κερασ.) 2) Καύσων, ζέστη Ἀθῆν. - Λεξ. Βλαστ. ἔνθ᾽ ἀν. Β) Μεταφ. 1) Ἀγανάκτησις, ὀργή, θυμὸς Πελοπν. (Δημητσάν. Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Βρασμὸς ψυχῆς Μάν. Τό ᾿καμε ἀπάνω ᾽ς τὸ βρασμό του Δημητσάν. Ἔ’ βρασμὸ μέσα ἡ ψ’χή μ᾿ Αἰτωλ. 2) Κίνησις στασιαστικὴ ἢ ἐπαναστατικὴ ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παλληκάρ. 50. 3) Ἡ ἀκμὴ καταστάσεώς τινος Σίφν. κ.ἀ. – Γ’Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. Ὁ βρασμὸς τοῦ γλεντιˬοῦ Σίφν. Ἤτανε ᾽ς τὸ βρασμό του τὸ πανηγύρι Γ’ Επαχτίτ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. βράσι, βρασιˬά, βρασίλα, βρασίος, βράσμα, βρασμός, βράστη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/