γεροκατέργαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροκατέργαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροκατέργαρος ὁ, πολλαχ. γιρουκατέργαρους βόρ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τού οὐσ. κατέργαρος.
Σημασιολογία
Γεροκατεργάρης, ὃ βλ., μὲ κάπως ἐπιτακτικὴν σημασίαν πολλαχ.: Ξέρεις τὶ γεροκατέργαρος εἶναι; πολλαχ. Ἔμπα μέσα ᾽ς τὴν τετράδα σου, γεροκατέργαρε, ποὺ θέλησες νὰ μοῦ τὴ φκε͜ιάξῃς Σ. Μυριβήλ., Ζωὴ έν τάφ., 247.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA