γερόκλαδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερόκλαδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γερόκλαδο τό, Χελδρ.-Μηλιαρ., Δημ ὀνομ. φυτ., 137. Μ. Στεφανίδ. Λαογρ. 10 (1929), 198

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γερὸς καὶ τοῦ οὐσ. κλαδί.

Σημασιολογία

Τὸ φυτὸν Θυμελαία ἡ δασεῖα (Thymelaea hirsute), τῆς οἰκογ. τῶν Θυμελαιιδῶν (Thymelaeaceae). Συνων. ἀγριοφρόκαλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/