βραστάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραστάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βραστάρι τό, βραστάριν Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ.) βραστάρι Θήρ. Καλαβρ. (Ροχούδ. Χωρίο Βουν.) Κίμωλ. Κρήτ. Μεγίστ. Σίκιν. Σύμ. κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ. 282. βραστάρ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βραστὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Ἀφέψημα διαφόρων φυτικῶν οὐσιῶν πινόμενον συνήθως ὡς ποτὸν θερμαντικὸν κατὰ τοῦ κρυολογήματος Θήρ. Κίμωλ. Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Σαμ. κ.ἀ.: Ἤπιˬα ἕνα βραστάρι καὶ μοῦ μαλάκωσε ὁ βῆχας Κρήτ. Ἔψησα ἕνα βραστάρι κ’ ἤπιˬα, γιˬατὶ εἶχα πόνο αὐτόθ. Συνών. βραστικὸ (ἰδ. βραστικὸς 2), βραστὸ (ἰδ. βραστὸς Β2 β), ζεστικὸ (ἰδ. ζεστικός), ζεστὸ (ἰδ. ζεστός). 2) Οἶνος βρασμένος Σίκιν. κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ. 282: Παροιμ. Ἐμεῖς μὲ τὸ βραστάρι | κιˬ ὁ βορεˬὰς ἂς κουντρεστάρῃ (ἐπὶ τοῦ ἀδιαφοροῦντος περὶ τῆς βίας τῶν ἀνέμων καὶ τοῦ χειμῶνος, διότι καθήμενος παρὰ τὴν ἑστίαν πίνει οἶνον βρασμένον) Σικιν. 3) Πρόχειρον φαγητὸν ἀπὸ θρύμματα ἄρτου, εἰς τὰ ὁποῖα ἐπιχέεται ὕδωρ βρασμένον μὲ βούτυρον ἢ ἔλαιον καὶ κομμάτια κρομμύου Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) 4) Βραστάγιˬα, ὃ ἰδ., Καλαβρ. (Ροχούδ. Χωρίο Βουν.) 5) Μέρος θερμὸν (ἐν ᾧ τρόπον τινὰ δύναται νὰ γίνῃ βρασμὸς) Σύμ. 6) Ἐπιθετικ., τὸ ἐν ὕδατι βρασμένον, νερόβραστον Πόντ. (Κερασ.): Βραστάριν κρέας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/