ἀρκουδάμαξο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρκουδάμαξο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρκουδάμαξο τό, ἀμάρτ. ἀρκουοάμαξο Κύπρ. ἀρκουόμαξο Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀρκουδάμαξον (πολεμικὴ μηχανή). Ἰδ. Δουκ.

Σημασιολογία

Ἅμαξα πελωρία, μεγάλη: Ἆσμ. Μὲ καρατέλ-λα τὸ κρασὶν καὶ μὲ τ᾿ ἀστὰ τὸ λᾴδιν ταὶ μὲ τ᾿ ἀρκουοάμαξα φέρνουσιν τὸ σιτάριν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/