ἀρκουδάνθρωπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκουδάνθρωπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρκουδάνθρωπος ὁ, Ἀθῆν. -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀρκούδα καὶ ἄνθρωπος.
Σημασιολογία
1) Ἄνθρωπος δασύτριχος Ἀθῆν. 2) Ἄνθρωπος ὀγκώδης Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀρκουδαρᾶς. 3) Μεταφ. ἄνθρωπος ἀγροῖκος, ἄξεστος Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA