ἀναποδογέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναποδογέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναποδογέρνω Κθεοτοκ. Καραβέλ. 29-(Νουμᾶς 148,3).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀνάποδα καὶ τοῦ ρ. γέρνω.
Σημασιολογία
1)Ἀντιστρέφω, ἀνατρέπω (Νουμᾶς ἔνθ’ ἀν.) : ᾿Αναποδόγειρα τὴν κόφα μ’ ὅλα τὰ ψάρια. 2) Γυρίζω, στρέφω πρὸς τὰ κάτω Κθεοτοκ. ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αναποδόγειρε τὸ κεφάλι. Πβ. ἀναποδιˬάζω, ἀναποδογυρίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA