βραστογαλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραστογαλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βραστογαλιˬὰ ἡ, Ἤπ. Πελοπν. (Ἦλ. Μαζαίικ. Τρίκκ. Φεν.) κ.ἀ. βραστουγαλιˬὰ Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) Θεσσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βραστὸς καὶ τοῦ οὐσ. γάλα ἢ ἐκ τοῦ οὐσ. βραστόγαλο κατὰ παρέκτασιν ὡς ἀβγογαλιˬά, ἀλευρογαλιˬά, ἁρμογαλιˬά, πρωτογαλιˬὰ κττ.
Σημασιολογία
Γάλα βρασμένον μὲ ἅλας χρησιμεῦον ὡς κυρία τροφὴ τῶν ποιμένων. Συνών. βραστόγαλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA