γεροκουρσάρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροκουρσάρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροκουρσάρος ὁ, Σ. Κούρτ. εἰς Ν. Ἑστ. 17 (1935), 522.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. κουρσάρος.

Σημασιολογία

Ὁ ἡλικιωμένος, συγχρόνως δὲ καὶ ρωμαλέος, δυνατὸς κουρσάρος: Μὰ ἡ καρδιὰ τοῦ Ἀχμέτ, ἑνος γεροκουρσάρου ποὺ εἶχε τὰ νιˬάτα του ᾽ς τὴ θάλασσα κουρσεὐοντας, δἐν ἔλεγε τὸ ἴδιˬο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/