γεροκούσαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροκούσαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροκούσαλο τό, Ν. Δ. Λουκόπ. εἰς Ν. Ἑστ. 1 (1927), 267 Ἐφημ. Ἐλεύθ. Λόγ. 631, Πρωτεύουσ. 447, 1 γιρουκούσαλου Ἤπ. (Δωδών. Πλατανοῦσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Μύτικ. Σπάρτ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. κούσαλο.
Σημασιολογία
Ὁ πολύ γέρων, ὁ ὑπεργηρος ἔνθ᾽ ἀν.: Ποῦ νὰ τοὺ φέρ᾽ τοὺ γιρουκούσαλου ᾽ς τοὺ Μύτ᾽κα! Τ᾽ ἄφηκι ᾽ς τοὺ γρέ᾽ Μύτικ. Ποῦ νὰ πάῃ τὸ παιδί μας μοναχὸ μ᾽ ἕνα γεροκούσαλο, ποὺ δὲν μπορεῖ τὸν ἑαυτό του καλὰ καλὰ νὰ κοιτάξῃ; Ν. Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γεροκούφταλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA