ἀναποδοκάραβο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναποδοκάραβο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναποδοκάραβο τό, Εὔβ. (Κονίστρ. κ. ὁ..) Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάποδος καὶ τοῦ οὐσ. καράβι.
Σημασιολογία
Ὁ ἀστερισμὸς τῆς Μεγάλης Ἄρκτου (διὰ τὸ σχῆμα της, διότι οἱ τέσσαρες ἀστέρες οἱ ἀποτελοῦντες τὸ ρομβοειδὲς σχῆμα παρομοιάζονται πρὸς τὸ κύτος τοῦ πλοίου, οἱ δὲ λοιποὶ τρεῖς πρὸς τὸν πρόβολον ἱστόν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA