γερολιχουδιˬάρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερολιχουδιˬάρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γερολιχουδιˬάρης ὁ, Κ. Πασαγιάνν., Μοσκ., 61.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ ἐπιθ. λιχουδιˬάρης.

Σημασιολογία

Μεταφ., γέρων ἐρωτύλος: Ὁ κυρ-Σταρός, χῆρος ὁ καημένος, ξερομαχημένος, βλέπεις, γερολιχουδιˬάρης, ἐπήγαινε νὰ λειˬώσῃ σὰν τ᾽ ἄδολο κερὶ βλέποντας τὴν περμαντόνα νὰ χορεύῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/