βραχάμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραχάμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βραχάμι τό, Πελοπν. (Μάν.) βραχάνι Τσακων.
Ετυμολογία
Κατὰ ΜΔέφνερ Λεξικ. τῆς Τσακων. Διαλ. 78 λ. Ἀραβική.
Σημασιολογία
1) Εἶδος μεταξωτοῦ ὑφάσματος Πελοπν. (Μάν.): Παροιμ. φρ. Ἤ βλαντὶ βλαντὶ ἤ βραχάμι ἂς λείπῃ (λέγει ἡ νύμφη περὶ τοῦ νυμφικοῦ φορέματος, διότι τὸ βραχάμι εἶναι κατωτέρας ποιότητος ἀπὸ τὸ βλαντί). 2) Ἀχειρίδωτον ἔνδυμα τῶν γυναικῶν ἀπὸ πρασίνην τσόχαν Τσακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA