γερολύκαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερολύκαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γερολύκαρος ὁ, Γ. Δροσίν., Ἀγροτ. ἐπιστ., 166.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. λύκαρος.
Σημασιολογία
Λύκος γηραλέος καὶ μεγαλόσωμος : Ἦταν ἔνας γερολύκαρος φαρδὺς πλατὺς μὲ τὴ μπάλα ᾽ς τὸ ξερό του καύκαλο (μπάλα = βλῆμα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA