γερολύκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερολύκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γερολύκος ὁ, πολλαχ. γιρουλύκους βόρ. ἰδιώμ. γερόλυκος ἐνιαχ. γιρόλυκους Θεσσ. (Δομοκ.) γιρό᾽κους Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. κ.ἀ.) γερόλυκας Πελοπν. (Λάστ. Ξεχώρ. Ξηροκ. Οἰν. Σιδηρόκ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. λύκος. Ὁ τύπ. γερόλυκας κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὰ εἰς –ας μεγεθυντικά.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. Ὁ μεγάλης ἡλικίας, ὁ γηραλέος λύκος πολλαχ.: Μ᾽ ἕνα σάλτο ὁ στσύλλος τσάκωσε τὸ γερόλυκα Πελοπν. (Ξεχώρ.) || ᾎσμ. Βρίσκου λύκου, γιρόλυκου, κουτσὸ κὶ λαβουμένου, κὶ στέκουμι κὶ τοὺν ρουτάου κὶ τοὺν βαργιˬουξιτάζου Θεσσ. (Δομοκ.) Β) Μεταφ. 1) Γέρων μὲ ἀκμαίας τὰς σωματικάς, ἀλλὰ τῶν κακουχιῶν τῆς ζωῆς, αἵτινες τὸν ἐπροίκισαν μὲ πλουσίαν πεῖραν πολλαχ.: Ἕνας γερολύκος μπῆκε τινάζοντας τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ μουσαμαδένιˬο κασκέτο του Ἀθῆν. Δὲν το γελνᾷς τὸ γερόλυκο Θρᾴκ. (Αἴν.) Ἄφεριμ γερόλυκα! Πελοπν. (Οἰν.) 2) Εἴδος παιδικοῦ παιχνιδίου Μαθράκ.: Ὁ γερόλυκος εἶναι ἕνα παιχνίδι ποὺ τὸ παίζουμε ἔτσι: Εἵμαστε ὁλοτρόυρα καὶ μέσα εἶναι ἕνα παιδὶ ποὺ τὸ λένε ἀρνάκι καὶ ἀπέξω εἴναι ὁ λύκος. Μετὰ τὸ ξατρέχει ὁ λύκος τ᾽ ἀρνάκι κι ἅμα τὸ πιˬάκῃ, χαλάει τὸ παιχνίδι καὶ πάει ἄλλος λύκος καὶ ἄλλο αρνάκι (ὁλοτρόυρα = τριγύρω, ξατρέχει = κυνηγᾷ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA