γερομαριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερομαριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γερομαριάζω ἀμάρτ. γερομαρκάζω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. μαριˬάζω, παρὰ τὸ ὁποῖον καὶ μαρκάζω.
Σημασιολογία
Ἐπὶ ζῴων, γηράσκω καὶ καθίσταμαι ἀνίκανος νὰ φέρω ἀναβάτην ἕνεκα γήρατος: ᾎσμ. Μαῦρε μου, μαυρογόνατε, μαῦρε μ᾽ ἀνεμοπόα, ἤσουν πουλάριν δκυˬὸ χρονῶ τσ᾽ ἐκαβαλλίτευκά σε! τώρα ποὺ γερομάρκασες ἔν νὰ μὲ χαραντζίσῃς (ἀνεμοπόα = ἀνεμοπόδα, γρήγορε εἰς τὸ βάδισμα, χαραντζίσῃς ==δημιώσῃς).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA