ἀχέριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχέριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχέριστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀναχέριγος Λεξ. Δημητρ. ἀναχέρ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ. Ναύπακτ. Τριχων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χεριστὸς<χερίζω ἀμαρτ.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἤγγισε χείρ, ἄθικτος, ἐπὶ ὔδατος λαμβανομένου ἐκ τῆς πηγῆς χωρὶς νὰ ἐγγίσῃ αὐτὸ χείρ: Γιˬὰ τὸν ἁγιˬασμὸ χρειάζεται ἀναχέριγο νερὸ Λεξ. Δημητρ. Μ᾿ ἀναχέρ’γου νιρὸ ζ ᾿μών᾿νι τ᾿ς λειτουργιˬές Αἰτωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA