ἀρκουδιστὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκουδιστὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀρκουδιστὰ ἐπίρρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κέρκ. Κύθηρ. Κύπρ. Χίος κ.ἀ. ἀρκουδ’στὰ Θρᾴκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Λέσβ. Σάμ. Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀρκουδιστὸς ἢ κατ᾽ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ ρ. ἀρκουδίζω.
Σημασιολογία
1) Κατὰ τὸν τρόπον τοῦ βαίνοντος ἐπὶ τεσσάρων, τετραποδιστὶ ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αρκουδιστὰ ἔρκεται Χίος. ᾿Επήαιν-νεν ἀρκουδιστὰ Κύπρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρκουδευτά. 2) Κεκλιμένως Στερελλ. (Ἀράχ.): Ἔχι τοὺ νοῦ σ᾽, ἀρκουδ’στὰ νὰ πᾶς νὰ μὴ σὲ ἰδοῦν. Συνών. σκυφτά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA