ἀναποπιˬάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναποπιˬάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναποπιˬάνω Ἤπ. ἀναπουπιˬάνου Ἤπ. (Ζαγόρ. Χουλιαρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ρ. ἀποπιˬάνω.
Σημασιολογία
1) Προπαρασκευάζω τὸ προζύμι διὰ τὸ προσεχὲς ζύμωμα αὐξάνων αὐτὸ διὰ τῆς προσθήκης ἀλεύρου καὶ ὕδατος ἔνθ’ ἀν. : Βάλι νιρὸ νὰ γέ’ ν᾽ ἀναπουπιˬάκουμι προυζύμ’ γιˬὰ νὰ ζ’μώσουμι αὔριου Ζαγόρ. ǁ Φρ. ᾿Αναπόπιˬακαν τὰ προυζύμιˬα (ἤρχισαν διαπραγματεύσεις διὰ συνοικέσιον. Ἡ φρ. ἐκ τῆς συνηθείας νὰ παρασκευάζουν ἄρτους πρὸ τοῦ γάμου. Λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν ἀρχιζόντων νὰ φιλονικοῦν) Χουλιαρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναμίγω 1 β καὶ ἀναπήζω 1. 2) ‘Υπενθυμίζω τι Ἤπ. (Ζαγόρ.): Μὴ μ᾽ τ᾽ ἀναπουπιˬά΄ς! Συνών. ἀναγορεύω 2, ἀναγορίζω. 3) Ὑπενθυμίζω γενομένην ὑπ’ ἐμοῦ εὐεργεσίαν εἰς τὸν εὐεργετηθέντα συνήθως πρὸς ὀνειδισμὸν ἢ μετά τινος δυσανασχετήσεως Ἤπ. (Ζαγόρ.): Μὄδουκις μιˬὰ φουρά μιά λίρα κὶ κάθι μέρα μ᾽ ἀναπουπιˬά’ς. ǁ ᾎσμ. Παιρνου τ᾽ ἀλεύρι δανεικὸ κιˬ ἀναπουπιˬασμένου. Συνών. ἀναγογγύζω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA