ἀναπορε͜ιάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπορε͜ιάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναπορε͜ιάζω, άναπορκάζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ρ. *πορε͜ιάζω<πορε͜ιά.

Σημασιολογία

Ἐπισκευάζω φράκτην ἀγροτικοῦ κτήματος κλείων τοὺς ἀνοιχθέντας πόρους, τὰ περάσματα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/