βραχνιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραχνιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βραχνιˬάζω κοιν. βραχνιˬάζου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Τσακων. βραχνιˬάζ-ζω Σύμ. βραχνιˬάτζω Σύμ. βραχνιˬάννου Λυκ. (Λιβύσσ.) βραγνιˬάζω Κύπρ. (καὶ βραχνιˬάζω) Σαλαμ. φραχνιˬάζω Κύπρ. σβραχνιˬάζω Εὔβ. (Χαλκ.) Πελοπν. (Μάν. Τριφυλ.) Σῦρ. κ.ἀ. σβραχνιˬάζου Θρᾴκ. (Αἶν.) Λεσβ. Μακεδ. φραγκιˬάζω Τῆλ. φραγκιˬάζ-ζω Σύμ. φραγκιˬάτζω Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. βραγχιάζω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. βραγχιῶ. Πβ. Ἡσύχ. «βραγχιάζεσθαι· πνίγεσθαι».

Σημασιολογία

1) Ἀμτβ. καθίσταμαι βραχνός, ἀποβαίνει ἡ φωνή μου ἀσθενὴς καὶ τραχεῖα ἕνεκα κρυολογήματος ἢ ἄλλης τινὸς αἰτίας ἔνθ’ ἀν.: Βράχνιˬασα ἀπὸ κρυολόγημα. Βράχνιˬασα νὰ σοῦ φωνάζω κοιν. Βράχναξε ὁ λαιμός μου Μέγαρ. Ἀπὸ τοὶς πολλὲς φωνὲς ἐφράγκιˬασα Σύμ. || Φρ. Βράχνιˬασα νὰ παρακαλῶ ἢ παρακαλῶντας (παρεκάλεσα πολὺ) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || ᾎσμ. Μὴ μοῦ παραπονεύγεστε, γιˬατ’ εἶμαι βληχιˬασμένος, ἤπιˬα νερὸ τοῦ πηαδιˬοῦ κ᾽ ἐβράχνιˬασ’ ὁ καηˬμένος Θήρ. Καὶ μετβ. καθιστῶ τινα βραχνὸν πολλαχ.: Μ’ ἐβράχνιˬασεν ὁ τρόμος ΙΠολέμ. Σπασμέν. Μάρμαρ. 40 Μὲ βράχνιασε τὸ κρύο – τὸ τραγούδι Λεξ. Δημητρ. Συνών. βληχιˬάζω 2, βραχνάζω. 2) Ἀποβάλλω τὴν διαύγειαν καὶ καθαρότητα καὶ ἀποβαίνω βραγχώδης ἔνθ’ ἀν.: Βράχνιˬασ’ ἡ φωνή μου ἀπὸ τὸ κρυολόγημα – τὸ τραγούδι κττ. κοιν. || Ποίημ. Συχνὰ ἐβράχνιˬασε ἡ μιλιˬά του | τραγουδῶντας λυπηρὰ πῶς ᾽ς τὸν ἥλιˬον ἀποκάτου | εἶναι λίγη ἐλευθεριˬὰ ΔΣολωμ. (ἔκδ. ΙΠολυλ.) 46.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/