γεροντάκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντάκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροντάκος ὁ, σύνηθ. γεροdάκος Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) γιρουντάκους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γέροντας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –άκος.
Σημασιολογία
1) Γεροντάκης , ὅ βλ. σύνηθ.: Τί σοῦ φταίει ὁ γεροdάκος; Δὲ dὸν ἀφίνεις ἥσυχόνε; Πελοπν. (Γαργαλ.) Λέει οὑ γιρουντάκους, ἱδῶ εἶνι αὐτουνιˬοῦς τοὺ ᾽σί. Ἰδῶ τὰ φουντάρῃς (αὐτουνιˬοῦς = αὐτῶν· ἐκ παραμυθ.) Ἁλόνν. ᾽Σ τοὺ δρόμου π᾽ παγαίνανι βρίσκουνι ἕνα γιρουντάκου (ὁμοίως) Στερελλ. (Χρισ.) Δὲν τοὺν γνώρ᾽σα, ἅμα τοὺν εἶδα. Ποιˬὸς εἶνι αὐτὸς οὑ γιρουντάκους εἶπα μὶ τοὺ νοῦ μ᾽ Ἤπ. (Κουκούλ.) Στὴν πόρτα σταθήκανε καὶ δὲν προχωροῦνε. Ὁ γεροντάκος ὁ κακόμοιρος σὰν κομποδεμένος (ἐνν. ἦταν) Γ. Ψυχάρ., Ρωμαίικ. Θέατρ., 139 || ᾎσμ. Σαράντα παλληκάρια κ᾽ ἕνας γιρουντάκους ἔκατσαν κὶ μιτρι͜όνταν πο͜ιὸς θὰ πάρ᾽ τ᾽ Μαρία Θρᾴκ. (Σουφλ.). 2) Εἶδος ἀγριόχορτου Θρᾴκ. (Σουφλ.).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA