γεροντάματα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντάματα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γεροντάματα τά, σύνηθ. γιρουντάματα βόρ. ἰδιώμ. γεροdάματα Ἄνδρ. Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Εὔβ. (Βρύσ.) Θρᾴκ. (Σαρ. Ἐκκλ.) γιρουdάματα Κυδων. Μακεδ. (Βόιον) ἐροdάματα Νάξ. (Ἀπύρανθ.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γέροντας κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὸ γεράματα. Πβ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνὰ 22 (1910), 228.

Σημασιολογία

1) Τὸ γῆρας, ἡ γεροντικὴ ἡλικία κοιν.: Τὸν πῆραν τὰ γεροντάματα. Πῆγε ἀπὸ γεροντάματα (ἀπέθανεν ἐκ γήρατος) κοιν. Γιρουντάματα τὠρα! Τί πιριμέ᾽ς; βόρ. ἰδιώμ. Ὁ Θεὸς ἔν᾽ νὰ μὲ κολάσῃ τώρα ᾽ς τὰ γεροdάματα Κύπρ. Δὲ τὸ λογιˬάζω ποὺ μὲ πήρανε τὰ γεροdάματα (λογιάζω == ὑπολογίζω) Ἐρεικ. Τὰ πολλὰ παιδιˬὰ εἶναι ἀποκκούμπι καὶ παραθάριˬα ᾽ς τὰ γεροντάματα (παραθάριˬα = ὑποστήριξις) Πελοπν. (Ἦλ.) Τώρα ᾽ς τὰ γιρουντάματα ξιμπουρδαλιˬάσ᾽κι οὑ καψαρὸς κὶ δὲν έρ᾽ τὶ λέει κὶ τὶ κά᾽ πουλλὲς φουρὲς (ξιμπουρδαλιˬάσ᾽κι == ἔπαθε γεροντικὴν ἄνοιαν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἔει γεροdάματα (= ἐγήρασε) Ἄνδρ. || Παροιμ. Τώρα ᾽ς τὰ γεροdάματα, | μάθε, γέρο, γράμματα (ἐπὶ ὀψίμου ἐνασχολήσεως εἴς τινα ἐργασίαν) σύνηθ. Τώρα ᾽ς τὰ ᾽εροdάματα | θὰ μάθ᾽ ὁ ᾽έρος γράμματα (συνών. πρὸς τὴν προηγουμένην) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐδὰ ᾽ς τὰ γεροdάματα | θὰ μάθῃ ἡ γραϊ᾽ ᾽τὰ γράμματα (συνών. πρὸς τὴν προηγουμένην) Κρήτ. (Μαλάκ.) Τώρα ᾽ς τὰ γεροdάματα γυρεύγει παdρειὰ (ἐπὶ τοῦ ὀψίμως καὶ συνεπῶς ἀκαίρως ἐπιθυμοῦντος κάτι) Νάξ. (Δαμαρ.) Τώρα ᾽ς τὰ γεροντάματα παπούτσια μὲ λαλέδες (==κοσμήματα εἰς σχῆμα ἄνθους· ἐπὶ παρακαίρου τάσεως, ἐπιθυμίας πρὸς καλλωπισμὸν) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ᾽Σ τὰ γεροdάματα τὰ σπᾶνι τὰ σαμάριˬα οἱ γα͜ιδάρ᾽ (ἐπὶ γερόντων παρεκτρεπομένων εἰς ἐρωτικὰς περιπετείας) Σάμ. (Κουμαδαρ.) || ᾌσμ. Δὲ dαγιˬαdῶ δυˬὸ πράνατα, | φτώχειˬα καὶ γεροdάματα (dαγιˬαdὼ ==ὑποφέρω) Μ[ηλ. Ἀπὸ μικρὸς ᾽ς τὰ γράμματα κιˬ ἀπὸ μικρὸς ᾽ς τήν πράξη, τώρα ᾽ς τὰ γεροdάματα γίνηκε πρῶτος κλέφτης Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Ποὺ ἦταν μικρὸς ᾽ς τὰ γράμματα, τρανὸς ᾽ς τὰ πινακίδια, τώρα ᾽ς τὰ γεροντάματα σηκώθ᾽κι, πάει κλέφτης (πινακίδια = ἀβάκια) Στερελλ. (Παρνασσ.) Ὁ Νικόλας ὁ Τρεχᾶτος, ποὺ μυρίζει χωματίλα, τώρα ᾽ς τὰ γεροdάματα τοῦ ᾽ρχεν ἡ βαρβατίλα (τοῦ ᾽ρχεν = τοῦ ἦλθε) Φολέγ. || Ποίημ. Ἄ! πῶς χτυπᾴ καμμιˬὰ φορὰ | τούτ᾽ ἡ καρδιˬὰ κιˬ ἀναφτερᾷ | τώρα ᾽ς τὰ γεροντάματα Μ. Μαλακάσ., ἐν Ἀνθολογ. Η. Ἀποστολίδ., 220. Συνών. γέρα, γεράματα, γερατεία, γερατήριˬα, γερατίκιˬα. 2) Συνεκδ., οἱ γέροντες ἐνιαχ.: Τὰ γεροντάματα θὰ τὸ δείξουν, θὰ τὸ λαλήσουν, θὰ τὸ τιμήσουν ἐνιαχ. Τό ᾽δειξαν πάλε τὰ γεροντάματα ᾽ς τὸ χορὸ (οἱ γέροντες ἐχόρευσαν μὲ χάριν, ἐπιτυχῶς) ἐνιαχ. Ἐμπρὸς λοιπόν! Πάλι τὰ γεροντάματα θὰ βαστάξουνε τὸ μπαϊράκι (οἱ γέροντες θὰ σύρουν τὸν χορὸν) Π. Νιρβάν., Θέατρ. 1, 112. Ἀντίθ. τὰ νιˬᾶτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/