ἀρκουδόβατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκουδόβατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρκουδόβατος ὁ, Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κυνουρ. Τριφυλ.) ἀρκ’δόβατους Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀρκουδόβατο τό, Ἄθ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κυνουρ. Λαστ Μεσσ. Τριφυλ.) ἀρκ’δόβατου Σάμ. ἀρκουδόβαλτο Πελοπν. (᾿Ολυμπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀρκούδα ἢ ἀρκούδι καὶ βάτος. Τὸ ἀρκουδόβαλτο κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ οὐσ. βάλτος.
Σημασιολογία
Ἀρκόβατος 3, ὅ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA