γεροντάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροντάρι τό, Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ) γεροντάριο Θήρ. (Οἴα) γεροdάρης ὁ, Κορσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Βυζαντ. οὐσ. γεροντάριον. Ὁ τύπ. γεροντάριο πιθανῶς κατὰ μεταγενέστερον μετασχηματισμὸν έκ τοῦ πληθ. γεροντάριˬα κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὰ εἰς –ιο οὐδ. Ὁ τύπ. γεροντάρης προσηρμόσθη κατὰ τὸ γένος πρὸς τὰ εἰς -ἀρης ἐπίθ. Πβ. καὶ γεροντιˬάρης.
Σημασιολογία
1) Ὁ γέρων, τὸ γερόντιον Θήρ. (Οἴα) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κορσ.: Καλῶς τὰ κάνεις, γεροdάρη! Πές μου γιˬὰ χάρη τίνος εἶν᾽ αύτὸ τ᾽ ἀμπέλι; Κορσ.: Ἔχω ἕναν άμbέλι γεροντάρι Μπόβ. Κ᾽ ἕνας μαῦρος γεροdάρης καὶ σαραdοπληγιˬάρης (μαῦρος = ἄλογον μαῦρον) Κορσ. Συνών. γεροντιˬάρης. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γεροντάρης Ἀθῆν. Κίμωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA