ἀνάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνάρα ἡ, Ἴων. (Κρήν.) Κάσ Κύπρ. Κῶς Πόντ. (Κερας. Οἰν κ. ἀ.) Χίος ἄναρα Ἰων. (Κρήν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. ἄρα. Ἡ λ. καὶ ἐν Πεντατεύχ. (ἔκδ. Ηesseling) Γένεσ. 24,41 «τότες νὰ καθεριστῇς ἀπὸ τὴν ἀνάρα μου».
Σημασιολογία
Ἀρά, συνήθως ἐν συνεκφορᾷ μετὰ τοῦ κατάρα ἔνθ’ ἀν. : Ποῦ νά ᾿χῃς άνάρα καὶ κατάρα! Χίος ᾿Αφίνω ἀνάρα καὶ κατάρα ᾿ς τὰ παιδιˬά μου-᾽ς τοὺς άδερφούς μου αὐτόθ. Τὴν ἀνάραν νἀ ἔγῃς! Κερας. ’Ανάραν κατάραν δίγω σε! Οἰν. ᾿Εγὼ καὶ τ᾿ ἀδέρφιˬα μου ἔχομεν ἀνάραν καὶ κατάραν ἀπὸ τὸν πατέρα μας καὶ ὅταν ἔβγωμεν άφ’ τὸν πύργον δὲν μποροῦμεν νὰ βγοῦμεν σὰν ἄνθρωποι παρᾶ σὰν ἀεˬτοὶ (ἔκ παραμυθ.) Χίος ǁ Φρ. Ἀνάρα κατάρα! ἢ ἄναρα κάταρα! (οὐδέποτε! Ἡ φρ. συμπληροῦται ἀναλόγως τῶν περιστάσεων δι᾿ ὑποθετικῆς προτάσεως μετὰ τοῦ καί, οἷον: ἀνάρα κατάρα κιˬ ἂν μεθύσω πεˬά!) Κρήν. Στραβάραν μου τιˬ ἀνάραν μου, κακὸν ποῦ μᾶς ἐγίνην! (ἐπιφωνηματικῶς ἐπὶ ἀτυχήματός τινος) Κύπρ. ǁ ᾊσμ. Ἐπῆρα dους κ᾿ ἐθάψα dους τοὺς δύο σ᾿ ἕνα μνῆμα κ᾽ ἦβγεν ἡ νέα λεμονεˬὰ κι ὁ νέος κυπαρίσσι κ᾿ ἠγράφανε τὰ φύλλα τους «ἀνάρα» καὶ «κατάραν Κάσ. Κατάραν νά ’χουν οι' γονεˬοὶ κιˬ ἄνάραν οἱ παππᾶες, σὰν ἀγαπᾷ ὁ νεˬὸς τὴ νεˬὰ καὶ ᾿ ὲ dοῦ τὴνε δίνουν αὐτόθ. Ἐμὲν ἡ μάννα μ᾽ εἶπε με ἀνάρας καὶ κατάρας Πόντ. Συνών. ἄρα, κατάρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA