γεροντήσιˬος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντήσιˬος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεροντήσιος ἐπίθ. ἐνιαχ. γιρουντήσιˬους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γέροντας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ήσιˬος.

Σημασιολογία

Ὁ ἁρμόζων ἢ ἀνήκων εἰς γέροντα ἐνιαχ.: Αὐτὰ τὰ παπούτσιˬα ποὺ πῆρες δὲν εἶναι γιˬὰ σένα, εἶναι γεροντήσιˬα Εὔβ. (Κουρ. κ.ἀ.) Τώρα γιˬὰ ποιˬόνε τὰ θέλει αὐτὰ τὸ θηλυκὸ μου μὲ τὴ γεροντήσιˬα γνώμη; Γ. Βλαχογιάνν., Γῦροι ἀνέμ., 82

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/