γεροντία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντία
Τύπος
Απλό
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροντία ἡ, Ἄθ. Εὔβ. (Βρύσ. Κουρ. Κύμ. κ.ἀ.) Πόντ. Σκῦρ. γεροdία Ἤπ. (Χιμάρ.) γεροντιˬὰ Ἤπ. (Δρόβιαν. κ.ἀ.) γεροdιˬὰ Κέρκ. (Κασσιόπ.) γιρουdιˬὰ Μακεδ. (Χαλκιδ.) -Λεξ. Βάιγ. γεροντζιˬὰ Λεξ. Βλαστ., 58
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γεροντία. Ὁ τύπ. γεροντιˬὰ καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Τὸ σύνολον ἢ τὸ συμβούλιον τῶν δημογερόντων (ἐπὶ Τουρκοκρατίας κυρίως) Ἤπ. (Δρόβιαν. Χιμάρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Χαλκίδ.) : Θὰ βάλωμε γεροdία Χιμάρ. || ᾌσμ. Ἀνάθεμά σε, γεροντιˬά, καὶ σεῖς, κοτσαμπασῆδες! Ἤπ. Τί νὰ σᾶς πῶ, μωρ᾽ γεροντιˬά, καὶ σεῖς, καλὰ παιδάκιˬα Δρόβιαν Τοὺ ζούλευιν οὑ μαχαλᾶς, τοὺ ζούλευιν οὑ κόσμους, τοὺ ζούλευιν ἡ γιρουdιˬὰ, πολὺ χριὸ τοῦ ρίχνου (χριὸ = χρέος) Χαλκιδ. 2) Τὸ ἐκ μοναχῶν «γερόντων» διοικητικὸν σῶμα κοινοβιακοῦ μοναστηρίου Ἄθ. 3) Τὸ γῆρας, ἡ γεροντικὴ ἡλικία Κέρκ. (Κασσιόπ.) Πόντ. –Λεξ. Βλαστ., 58 : ᾎσμ. Ἀνάθεμά σε, γεροdιˬὰ κι ἀπερασμένα χρόνια, κ᾽ ἐμένα τὸ κορμάκι μου τὸ καρτερεῖ τὸ χῶμα Κασσιόπ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Δουκ. εἰς λ. γεράζειν. 4) Νόσος παιδικὴ ἐκδηλουμένη διὰ γενικῆς καχεξίας, ἥτις ἐπιφέρει ἀνασχεσιν τῆς ἀναπτύξεως καὶ προσδίδει γεροντικὴν ὄψιν εἰς τὸ πάσχον παιδίον Εὔβ. (Βρύσ. Κουρ.) Σκῦρ.: Ἔβγαλε τὴ γεροντία Βρύσ. Κουρ. β) Ἡ γενοντικὴ ἐμφάνισις Εὔβ. (Κύμ.) : Γνωμ. Τὸ φαΐ κάμνει φαρδὺ κ᾽ ἡ πεῖνα γεροντία. Τὸ γνωμ. μὲ παραλλ. καὶ ἀλλαχοῦ. Συνών. γεροντίλα 2. γ) Μετων., τὸ ἀτροφικόν, τὸ καχεκτικὸν παιδίον Εὔβ. (Κουρ.) : Τὸ ξέρου, μιˬὰ γεροντία εἶναι!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA