γεροντιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροντιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. γεροdὲ Ἰκαρ. Δ. Κρήτ. γεροτζὰ Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γέοντας καὶ τῆς καταλ. –ιˬὰ < εὰ κατὰ τὰ ὅμοια ὀσμῆς δηλωτικά. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 348 καὶ 2, 270
Σημασιολογία
Δυσάρεστος ὀσμὴ ἀναδυομένη ἐκ σώματος ἢ πράγματος γηραλέου ἢ ἁπλῶς παλαιοῦ Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) : Γεροdὲ μυρίζει Δ. Κρἠτ. Γεροτζὰ βγάνει τὸ κρέας καὶ δὲ μ᾽ ἀρέσει Σητ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA