ἀναρα͜ιεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναρα͜ιεύω

Τύπος

Παραλλαγή

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναρα͜ιεύω Ἄνδρ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἰόνιοι Νῆσ. (Λευκ. κ. ἀ.) ’Ιων. (Κρήν.) Μεγιστ Πελοπν. (Αἴγ.) Σῦρ Χίος κ. ἀ.-ΦΠανᾶ Λυρικ. 203-Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀναρα͜ιεύου Εὔβ. (Ἀνδρων. Στρόπον.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Σκῦρ κ. ἀ. ἀνερα͜ιεύω Χίος ἀνιρα͜ιεύου Λέσβ. Σάμ. ᾿νερα͜ιεύω Ἰων. (Κάτω Παναγ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάρα͜ιος.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τι ἀραιόν, ἀραιώνω, συνήθως ἐπὶ φυτῶν ἔνθ’ ἀν.: ᾿Αναρα͜ιεύω τὰ κουκκιˬά-τὰ σκόρδα κττ. Χίος Ἀναρα͜ιεύω τοίς λεμονεˬὲς Ἄνδρ. Ἀναρα͜ιεύω τὴ μιˬὰ φύτρα ἀπὸ τὴν ἄλλη Λεξ. Δημητρ. Ἀναρα͜ιεύου τοὺ καλαμπό’ Ἀνδρων. Στρόπον. Ἀναρα͜ιεύω τὰ κλαριˬά Λεξ. Δημητρ. ’Ανάρα͜ιεψε τὰ ροῦχα νὰ στεγνώσουν αὐτόθ. ǁ Γνωμ. Ἀνάρα͜ιευε τὰ σκόρδα νὰ χοντρένουνε (κυριολ. ἐπί τῶν σκόρδων καὶ μεταφ. ἐπὶ τῶν μελῶν κοινότητος ἢ συντεχνίας, τὰ ὁποῖα εὐδοκιμοῦν οὐχὶ μένοντα πάντα ἐπὶ τὸ αὐτὸ) Ἰόνιοι Νῆσ. Ἀναρα͜ιεμένες οἱ κουκκεˬὲς νὰ μὴν τοις φάῃ ὁ λύκος (τὸ παράσιτον φυτὸν ὀροβάγχη) Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀναριˬώνω).-Ποίημ. Γιˬατί, λεβεντοκόρη μου, τὸ μάστορη μαλώνεις πῶς σὄφκε͜ιασε τὸ κόσκινο μικρὸ κιˬ ἀναραιεμένο; ΦΠανᾶς ἔνθ’ ἀν. Καὶ ἀμτβ. γίνομαι ἀραιός, ἀραιώνομαι Εὔβ (Κάρυστ.) Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Σαμ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. : Τὰ σκόρδα ὅσο ἀναρα͜ιεύουν τόσο παχένουν Κάρυστ. Οἱ στρατιῶτες ἀνάρα͜ιεψαν γιˬὰ νὰ προχωρέσουν Λεξ. Δημητρ.ǁΑἴνιγμ. Τὰ βουνὰ ἀσπρίσανε, | τὰ μακρεˬὰ κοντύνανε, τὰ πρόβατα ᾽νερα͜ιέψανε, | τὰ δυˬὸ γενῆκαν τρία (τὸ γῆρας) Κάτω Παναγ 2) Καθιστῶ πρᾶγμά τι ἀραιὸν ὡς πρὸς τὴν σύστασίν του ἀναμειγνύων εἰς αὐτὸ ὕδωρ Ἄνδρ. Λέσβ. Χίος: ’Αναρα͜ιεύω τὸ μέλι Χίος Ἀναρα͜ιεύω τή σούππα Ἄνδρ Καὶ ἀμτβ. γίνομαι ἀραιὸς τὴν σύστασιν Χίος: Βάλε νερὸ ’ς τὴ ζύμη ν᾽ ἀναρα͜ιέψῃ. Πβ. ἀναρα͜ιάζω, ἀναρα͜ιώνω, ἀναρύνω, ἀρα͜ιεύω, ἀραιώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/